Τα ψηλά κτήρια στον ελληνικό χώρο

page78_10
Πρέβεζα

Μια θεώρηση μέσα από την ελληνική παράδοση

Κάθε θεώρηση προβλήματος που συσχετίζεται με την έννοια του χώρου, ουσιαστικά, συνδέεται με τον «τόπο» και την «φυλή» που χώρεσαν μέσα σ’ αυτόν. Έτσι, για να πάρει το πρόβλημα τη σωστή του μορφή και έκταση πρέπει να επικοινωνήσουμε και με τις μυστικές δυνάμεις του τόπου και της φυλής, που ενεργούν πέρα απ’ τη λογική και τις ανάγκες και διαμορφώνουν κατά κύριο λόγο, την εικόνα της αυτονομίας του χώρου.

Μέσα απ’ αυτήν την επικοινωνία μπορούμε να συλλάβουμε τον κυρίαρχο λόγο της «του παντός διοικήσεως», που κατά τον Δημόκριτο, όσο κοινωνούμε προς την μνήμη της, ευρίσκομε το αληθινό, ενώ όταν «ιδιάσωμεν» αμαρτάνομε, δηλαδή σφάλλομε. Η αναζήτηση αυτή, αναγκαία σύμφωνα με τα παραπάνω, μας οδηγεί προς την ανάμνηση των αντιλήψεων της φυλής μας για την φύση και τα ψηλά κτίρια, όπως έχουν ειπωθεί και αποτυπωθεί στα έργα που γεννήθηκαν άδολα κατά την μακρυνή παράδοση και όπως ο χρόνος τα καταξίωσε σαν ελληνική αρετή.
Η ακολουθία συνεπώς μιας λογικής μεθοδολογίας αναλύσεως του προβλήματος, αντί της ορθότερης σιωπηρής θεώρησης αν και αποτελεί αντινομία προς τα παραπάνω, παραμένει σαν η μόνη πρακτική λύση. Για τους λόγους αυτούς ελπίζω περισσότερο στην κριτική θεώρηση του καθενός, μέσα απ’ τα παραδείγματα, παρά στις περιγραφές. Αν διαφαίνεται ότι σκοπός της εργασίας αυτής είναι η περιγραφή των αρχών, που πρέπει να σέβεται ο σχεδιασμός των ψηλών κτιρίων μέσα στον ελληνικό χώρο, πιστεύω πως θα αρκούσε ακόμα και μόνο η μεταφύτευση μιας ανησυχίας, για να αποκτήσουμε περισσότερη συνείδηση του περιβάλλοντος μας.page78_04
Είναι γνωστό ότι την έννοια του χώρου «ως δοχείο παντός, όπερ γενάται, ορατόν και αισθητόν» (Πλάτων), ο άνθρωπος την ζη ως συναίσθημα και όχι ως γνώση και ότι θεμελιακά αρχή είναι πως ο βαθμός ικανοποιήσεως του συναισθήματος, πηγάζει μέσα από τις λειτουργίες του χώρου, τα στοιχεία που τον γεμίζουν και την στάση του ανθρώπου. Έτσι προκύπτει ότι ο χώρος είναι ένα συγκεκριμένο περιβάλλον δυναμικό, αφού όλες οι παράμετροι είναι δυναμικές, χωρίς κατά συνέπεια ο χώρος να υπακούει σε κάποιο σύστημα. Μένει, λοιπόν, σαν μόνος τρόπος για να προσεγγίσει ο άνθρωπος, στο συγκινησιακό περιεχόμενο του χώρου, η Τέχνη.
Αλλά, αν πάλι είναι αληθινή η παραδοχή ότι «η τελειωμένη τέχνη είναι η φύση» τότε πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο οδηγός των ενεργειών μας για κάθε θετική συμμετοχή στο χώρο είναι η φύση και για τον ελληνικό χώρο η ελληνική φύση, η ελληνική γη. Με τον τρόπο αυτό δεν σημαίνει ότι αρνιόμαστε την φυλή, γιατί και αυτή είναι γέννημα του τόπου.
Μερικοί φανατικοί ελληνολάτρεις θα μας πουν: «Και πρώτον βήμα προς αίσθησιν, νόησιν της Γης, εκ τη οποίας θα απορρεύση σαφώς η Αιασθητική, είναι ο ανετενισμός Αυτής, χιλιάδες, χιλιάδων ωρών» (Π. Γιαννόπουλος). Φαίνεται πως η αντίληψη αυτή στάθηκε η θεμελιακή αρχή σ’ όλη την ελληνική παράδοση. Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν την γη σαν μητέρα – Μητέρα Γάν – και θεωρούσαν την προσβολή του τοπίου σαν παράξενο μεγάλης επιδημίας ή πολέμου. Οι Βυζαντινοί πάλι θεωρούσαν την φύση «μέρος της δόξης του Θεού» και η Εκκλησία ψάλλει στον όρθο «Υμνείτε τον Κύριον εν μέσω της γης… τα ποιούντα τον λόγον Αυτού τα όρη και πάντες οι βουνοί, ξύλα καρποφόρα και πάσαι κέδροι…» «Ο Ανώνυμος ο Έλλην στην «Ελληνική Νομαρχία» θα διακήρυξη: «Αφού λοιπόν έπαυσε…το πρώτον σύστημα των ανθρώπων εις το οποίον η φύσις ήταν αντί των νόμων, η γη όλη αντί των πολιτειών…(ο άνθρωπος) έχασε την αληθινή ευτυχία».

 

page78_11
Σπίτι, Βόλος (από παλιά χαλκογραφία)

Μια ακόμη εκδήλωση αυτής της πίστης της φυλής μας οπωσδήποτε είναι τα έργα που μας άφησε. Σ’ αυτά δεν θα δούμε ποτέ κάτι πέρα από το μέτρο γιατί ο πανάρχαιος ελληνικός χρησμός προστάζει πως «ήλιος ούχ υπερβήσεται μέτρα», γιατί στον ελληνικό χώρο υπάρχει μόνον το μέτρο και πουθενά η υπερβολή. Δεν υπάρχει έρημος, στέπα…Η σύνθεση του συνόλου – στους οικισμούς, ή στα κτίρια – είναι ελεύθερη και γραφική, γιατί γραφική είναι και η ελληνική φύση. Όλα τα οικοδομήματα – όπως και τα δημοτικά τραγούδια – μοιάζουν, χωρίς να είναι τα ίδια. «Φαίνονται αδελφά» και μεταξύ τους και με τα στοιχεία της φύσης. Γίνονται κόσμος της δημιουργίας μέσα σε μια τέλεια ενότητα. Η κάθε λεπτομέρεια – το κάθε τι – , περιγράφεται με ακρίβεια μέσα στο λαμπρό φως από μια σαφή γραμμή του περιγράμματος, όπως και η κάθε λειχήνα ή το χορτάρι πάνω στο βράχο. Τα μέρη στο σύνολο και τη λεπτομέρεια συντίθεται χωρίς οξείες ή ορθές κατ’ ευθείαν γωνίες, αλλά με συνεχή «ρέουσα» μετάβαση, όπως το άπλωμα του δένδρου, το κύμα της θάλασσας και τα βουνά στο ελληνικό ορίζοντα γράφουν «μια μόνη γραμμή καμπύλη». «Άστρα τε και ποταμοί και κύματα πόντου» υμνούν τον άνθρωπο και τα κτίσματα τον υπηρετούν. Πέρα όμως απ’ αυτή την μορφολογική ταύτιση με την φύση, τα έργα της παράδοσης διαπλάστηκαν με κέντρο αναφοράς τον άνθρωπο, όχι μόνο σαν φυσικό φαινόμενο αλλά και σαν πνευματικό. Γι’ αυτό θα μας πουν πως δεν θα βρούμε «πουθενά θηριωδία, πάλη…οξύτητα…τεραστιότητα…όγκο…βάρος…ανάμιξη…σύγχυση» αλλά πως θα βρούμε «παντού ευταξία…συμμετρία…ευρυθμία…συμπάθεια…αγάπη…σφρυγιλότητα…» (Π. Γιαννόπουλος) όλες δηλαδή τις ανθρώπινες αρετές.

 

page78_13
Ακρόπολη – Πλάκα

Να μερικά παραδείγματα: Το χωριό στην Ήπειρο, φτιαγμένο με πέτρες απ’ το βουνό, πλάκες απ’ το ποτάμι και ξύλα απ’ τις δρείς του δάσους, απλώνεται πάνω στο λόγο και δένεται αισθητικά αλλά και «αισθησιακά» με την γύρω του γη. Φτιάχνει ένα χώρο πολεοδομικά ελεύθερο, στην κλίμακα του ανθρώπου, έτσι που αυτός να παίρνει δύναμη – αφού ξεφεύγει την κλίμακα του Ηπειρωτικού ορίζοντα και του άπειρου του ουρανού – για να μπορεί να χαίρεται τον κόσμο της φύσης, όπως και όποτε το θελήσει. Το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής του Βίκου, χτισμένο με πλάκες απ’ το θεόρατο φαράγγι, πλάθει ένα χώρο θαλπωρής για τον μοναχό, για να μπορεί αυτός, ασφαλισμένος και απαλλαγμένος από τον τρόμο του φαραγγιού, να το θαυμάσει, σαν μεγαλειώδες, όταν και όποτε θελήσει. Τα μοναστήρια στα Μετέωρα, χτισμένα σαν αετοφωλιές στην κορυφή του βράχου, ανεβάζουν τον άνθρωπο στα ουράνια, για να αντικρίσει την δόξα του Θεού, όπως και πριν μέσα από ένα μικρόκοσμο δικό του, όπου αυτός κυριαρχεί. Και ας μη ξεχνούμε ότι η φυσική μετάπτωση από το «κυριαρχώ» στο «κυριαρχούμαι» είναι ένας παλμός που οδηγεί μέσα από την έκσταση στην αίσθηση του «υψηλού». Σαν συμπέρασμα, λοιπόν, βγαίνει πως η ελληνική Αρχιτεκτονική στην τελείωση της, κάθε φορά, αντάμωσε τον τόπο μας και την πίστη της φυλής μας – αντάμωσε τον ελληνικό χώρο – και δέθηκε μαζί του χωρίς να «ιδιάση» γιατί ήξερε πως θα αμάρτανε, δηλαδή θα έσφαλλε «….Είμαι ένα μέρος του όλου, πώς να ασχημίσω;» (Ανώνυμος ο Έλλην).

 

page78_01
Καλύβες, Ήπειρος

Το ψηλό κτίριο, και με τον όρο αυτό εννοούμε το κτίριο που έχει κυρίαρχο τον κατακόρυφο άξονα του και προεξέχει υπερβολικά πάνω από τα στοιχεία του περιβάλλοντος του, είναι μια μορφή με ξεχωριστά γνωρίσματα. Αν δούμε ένα μολύβι πλαγιασμένο πάνω στο γραφείο μας δεν θα το προσέξουμε, αν το δούμε όρθιο θα ξαφνιαστούμε και θα παραξενευτούμε κι αυτό γιατί η στάση του είναι «αφύσικη», αφού στάθηκε πάλι όρθιο, είναι μια νίκη, που θα κερδίσει το παιδί, αυτό που το έστησε και θα ξεφωνήσει χαρούμενο για να διαλαλήσει το θρίαμβο του. Ο κατακόρυφος πάλι άξονας – μια κατακόρυφη γραμμή – είναι κάτι που προκαλεί το αίσθημα της ανάτασης, γιατί μας ξεκολλάει από την γη και μας οδηγεί προς τον ουρανό – το Θεό. Ακόμα μέσα στη ζωή μας, το ξεχωριστό ύψος συμβολίζει μια αξιολογική θέση μέσα στο κόσμο του περιβάλλοντος μας. Ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι απέναντι του μεγαλύτερου σου» …σπούδασε να ευρής ένα τόπο να καθίσεις παρακάτω», γιατί πιστεύει πως αλλιώς μπορεί να προσβάλεις την τάξη του περιβάλλοντος σου και αυτό θα είναι ντροπή. Μ’ όλες τις ιδιότητες, το υψηλό αντικείμενο – κτίριο – σαν κάτι αισθητικά και συγκινησιακά ιδιαίτερο, γίνεται σημείο αναφοράς στο χώρο, και στο νου, δηλ. στη ζωή μας.

page78_16 page78_17 page78_18 
Κατά την παράδοση το μεμονωμένο ψηλό αντικείμενο ανάλογα με την θέση του στο περιβάλλον και ανάλογα με τη μορφή του, γίνεται συμβολικά μια ιδέα». Ένας πεύκος μεσ’ στον κάμπο, έρμος μοναχός «γίνεται στο τραγούδι σύμβολο του τραγικού και ένας βράχος μόνος γίνεται στην λαϊκή αντίληψη κάτι εξώκοσμο, δράκοντας αποτρόπαιος. Τα ψηλά παλάτια των παραμυθιών παίρνουν τον συμβολισμό του μεγαλείου. Κάποιος γέρος σ’ ένα χωριό της Ηπείρου είπε για τα λίγα ψηλά σπίτια του χωριού του «τα παλιά μας σπίτια ήταν καλά. Ήταν χαμηλά μεσ’ τα’ γης κι άμπριζαν απ’ ζεστασιά. Τώρα το κάνουν ψηλά απ’ περηφάνια». Αλλά και εμείς σήμερα δεν λέμε το περήφανο «ψηλομύτη;».
Η παραδοσιακή μας αρχιτεκτονική φαίνεται πως δεν δέχθηκε το ψηλό κτίριο, μόνο του, ποτέ. Και τα κωδονοστάσια των εκκλησιών μας είναι μεταφορά από την Δύση. Όταν έφτιαχνε ψηλά κτίρια, τα έφτιαχνε σαν μέρος μέσα σε ένα σύνολο έτσι ώστε από τη γενική μορφή της σύνθεσης να χάνουν την ένταση του ύψους. Αν προσέξουμε θα δούμε ότι και οι αρχαίοι ναοί και οι βυζαντινοί και όλα τα ελληνικά κτίσματα στέκονται στο χώρο» με τας πτέρυγας επικλινείς και τους θόλους να καταβλέπουν προσηλωμένα λατρεύοντα την γη». (Π. Γιαννόπουλος).
Ειδικότερα μπορούμε να δούμε ότι: Οι πύργοι των κάστρων, μια μορφή υπερυψωμένη έπαλξης, γίνονται στο σύνολο του κυματισμού, δυνατοί, στέρεοι, όμοιοι σε ύφος και με την μετρημένη έμφαση του ύψους στέκουν όμοιοι με τα μακρινά ψηλά βουνά, σαν επίδειξη δύναμης και έτσι εκφράζουν απόλυτα τον λειτουργικό του ρόλο.

 

page78_15
Πύργος Ανδρόνικου. Ουρανόπολη

Το κωδονοστάσιο του εξωκκλησιού μια συγκροτημένη λεπτή υπερήψωση, όμοια με το κυπαρίσσι, γίνεται ξεχωριστή μελωδία μέσα στη φύση όμοια με μυνήματα που φέρνει στον άνθρωπο. Τα μοναστήρια του Αγίου Όρους πανύψηλα απ’ τη μια μεριά μόνον, όμοια με τον βράχο, γίνονται τόπος γης και ουρανού. Δίνουν δηλ. στο μοναχό την ευκαιρία πατώντας σαν άνθρωπος στη γη να δει το απέραντο ορίζοντα το άπειρον, το Θεό όπως και όταν θελήσει. Αυτό είναι το ιδεώδες της Χριστιανικής Θρησκείας. Το ψηλό λαϊκό σπίτι – κούκλα με το στένεμα της βάσης και το μεταφερόμενο άνοιγμα προς τα πάνω (δυνατό, στέρεο σαν πύργος και όμοιο σε ύφος) και ανάπτυγμα με την δρύ, το πουρνάρι, την καρυδιά, γίνεται αδελφός μαζί τους, ταυτίζεται με την ενότητα της δημιουργίας και γίνεται κόσμος στον κόσμο μέσα.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι το μεμονωμένο ψηλό κτίριο στη λαϊκή μας παράδοση είχε συνήθως συμβολικό περιεχόμενο και χρησιμοποιήθηκε κυρίως σαν μέσο υπερβασικής λειτουργίας, χωρίς σαν μορφή να «ιδεάζη» και σαν μέτρο να γίνεται υπερβολή προς την φύση και τον άνθρωπο. Μπορούμε να πούμε ότι αντάμωσε με τον τόπο μας και την πίστη της φυλής μας.

page78_06
Τοπίο. Ακρόπολη

Ο τόπος μας και η φυλή μας δεν άλλαξαν ακόμα τόσο πολύ. Οι νέες όμως συνθήκες ζωής που διαμορφώνονται μέρα με την μέρα, ή σαν νέες δυνατότητες ή σαν ανάγκες, παίρνουν ξεχωριστές διαστάσεις. Οι νέες μορφές οργάνωσης και λειτουργίας των συγκροτημάτων για οικονομία χρήματος και κόπου, μας επιβάλλουν αναπτύξεις προς τα πάνω (νοσοκομεία, ξενοδοχεία…) που με την σύγχρονη τεχνολογία γίνονται δυνατές. Η πολεοδομία από τότε που είπαν «…μπορούμε να αναθρέψουμε μέσα σε κούνιες ή πάνω σε χαλιά παρέα με ζώα πλαστικά…εγκλωβισμένα σε τσιμεντένιες ή ξαμολημένα σε ρούγες ασφαλτοστρωμένες…» τα παιδιά μας αλλά ότι αυτά θα γίνουν στο τέλος άτομα χωρίς «κοινωνική συνείδηση», (A. Mitscherlich) σκέφτηκε, γιατί δεν είχε άλλη λύση εύκολα, να πουλήσει ουρανό για ένα κομμάτι γης, έστω δίνοντας και κάτι παραπάνω (Νόμος 395/68). Ο σύγχρονος ρυθμιστής της ύπαρξης μας, η επιχείρηση, για την επιτυχία της «Οικονομικής μας ανέλιξης» πιέζει για όλο και περισσότερη εκμετάλλευση προς τα πάνω, αφού τα οικόπεδα δεν χωρούν πια άλλο. Τέλος ο άνθρωπος σήμερα ζώντας ένα άγχος διαρκείας και τον κίνδυνο μηδενισμού της παρουσίας τους από τις τρομοκρατικές πιέσεις του περιβάλλοντος (ταχύτης, θόρυβος, διαδικασίες, έλλειψη μέτρου) αναγκάζεται να αναζητήσει μια φυγή, τη μόνη φυγή που του μένει, το ύψος. Αυτή η φυγή του φάνηκε και σαν ιδανική γιατί πίστεψε πως τον «εξυψώνει» από το αρνητικό του περιβάλλον και του δίνει μαζί ακόμη μια ευκαιρία για να δείξει την τεχνολογική του «δεινότητα» και να κάνει αισθητή την παρουσία του – την ύπαρξη του – στον κόσμο. Ίσως η τάση του ανθρώπου να κάνει ψηλά κτίρια, ακόμη να ξεκινάει και από έναν άλλο λόγο. Από την επιθυμία να δημιουργήσει στο περιβάλλον του οξύτερους συγκινησιακούς ερεθισμούς, όπως δημιούργησε και στη ζωή του από τότε που το «ανθρωπογενές περιβάλλον» τους του στέρησε. Αυτά είναι τα σημεία των καιρών. Αν τα δεχθούμε απαρνιόμαστε τις αρετές της παράδοσης μας, που είναι και ο «απόηχος της ρωμιοσύνης». Αν δεν τα δεχθούμε αρνιόμαστε τις «νέες τάσεις».

 

page78_02
Μ. Παναγίας, Μέτσοβο

Προσωπικά και αφού ο τόπος μας, το κλίμα μας τα «συνήθεια μας» δεν άλλαξαν, επιμένω στην ανάγκη διατήρησης των αρετών της παράδοσης μας, όχι σαν μορφολογικών σημείων και συστημάτων συγκριτικών διαστάσεων, αλλά σαν δεοντολογικών αρχών σχεδιασμού λύσεων των νέων προβλημάτων της ζωής μας. Υποστηρίζω την λύση αυτή, γιατί πιστεύω 1. πως οι νέες τάσεις και τα πολύ ψηλά κτίρια κάνουν δούλο τον άνθρωπο, αφού τον ταπεινώνουν σαν άτομο και τον υποβαθμίζουν σαν μέτρο και 2. πως είναι μεγάλη αλήθεια αυτό που οι πρόγονοι μας είπαν: «…όποιας καταστάσεως και αν είναι ο δούλος πρέπει, εξ ανάγκης, να είναι δυστυχής» (Ανώνυμος ο Έλλην).

Μια πρακτικότερη θέση πάνω στο πρόβλημα όσο και αν είναι αντιδεοντολογική, ίσως και επικίνδυνη, αφού όπως υποστηρίχθηκε δεν ισχύουν συστήματα ή συνταγές, γιατί μόνο η τέχνη μπορεί να βρίσκει λύσεις, φαίνεται αναγκαία. Με όλη την αίσθηση των παραπάνω, προσωπικά θα αποτολμούσα να προτείνω τις παρακάτω αρχές σχεδιασμού των ψηλών κτιρίων στον ελληνικό χώρο.

page78_05page78_19 page78_20
1. Αν το κτίριο δεν αποτελεί σύμβολο ανθρώπινης αρετής και δεν εξυπηρετεί ειδική υπερβατική λειτουργία, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εξέχει από τα στοιχεία του περιβάλλοντος του, τόσο, ώστε να γίνεται κύριο σημείο αναφοράς στο χώρο και να αντιμάχεται την ενότητα της φύσης μας.
2. Tο ψηλό κτίριο δεν θα πρέπει σαν μέγεθος να προσβάλει το ανθρώπινο και φυσικό μέτρο, γιατί προσβάλλει μια απ’ τις κύριες αρετές του τόπου μας.
3. Η θέση του ψηλού κτιρίου, αν δεν είναι επιθυμητό σύμβολο, δεν θα πρέπει να ταυτίζεται ή να συμπίπτει με φυσικούς ή διαμορφωμένους άξονες του περιβάλλοντος, γιατί το ελληνικό περιβάλλον είναι διάσπαρτο από μικρά ή μεγάλα σύμβολα φυσικών και ανθρωπίνων αξιών.
4. Η γενική σύνθεση του ψηλού ή των ψηλών κτιρίων συνοδείας, θα πρέπει να εντάσσεται σε μια περιβάλλουσα καμπύλη ή τεθλασμένη που προσβλέπει στη γη έτσι που να γεννάει όπως και στην παράδοση μας το αίσθημα της φυσικής ισορροπίας.
5. Η μορφή του κτιρίου θα πρέπει να περιγράφεται με σαφήνεια σ’ όλες της τις λεπτομέρειες σαν σύστημα συνεχών μεταβάσεων, ώστε να διακρίνεται σαν μέρος του συνόλου, χωρίς αντινομίες προς τις μορφολογικές αρχές του περιβάλλοντος όπως συμβαίνει με το κάθε τι μέσα στην ελληνική φύση.
6. Η εκτίμηση όλων των παραπάνω θα πρέπει να γίνεται τουλάχιστον απ’ όλους τους χώρους στάσεως του κοινού (δρόμος, πλατεία…) ώστε να ελέγχεται ορθότερα η αισθητική λειτουργία του ψηλού κτιρίου στο χώρο.
7. Επειδή ο βαθμός επιρροής, θετικός ή αρνητικός – του κτιρίου στο χώρο, – εξαρτάται αμέσως από τα κύρια ποιοτικά χαρακτηριστικά του (φυσικός, ιστορικός, μνημειακός, παραδοσιακός, νεοαστικός κλπ. χώρος) θα πρέπει η παρουσία του να εκτιμάται ανάλογα.
8. Το ύψος του κτιρίου θα πρέπει να είναι ανάλογο με το χρόνο παραμονής του ανθρώπου και το είδος της χρήσης, γιατί η απομόνωση του ατόμου από το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον και η τοποθέτηση του απέναντι στο κενό είναι «αφύσικη» για τις συνήθειες μας.
9. Στον φυσικό ελληνικό χώρο δεν θα πρέπει να εμφανίζεται αυτόνομο ψηλό κτίριο, γιατί ο ελληνικός χώρος είναι γραφικός,
10. Στον ιστορικό και παραδοσιακό χώρο θα πρέπει να αποκλεισθεί το ψηλό κτίριο γιατί στον ιστορικό χώρο προκαλεί ερεθισμούς που αδυνατίζουν τον προσανατολισμό της μνήμης ενώ στον παραδοσιακό χώρο διαταράσσει την απόλυτη ενότητα.
11. Στον νεοαστικό χώρο μπορεί να ανεργεθεί ψηλό κτίριο με τις εξής προϋποθέσεις:
α) Ψηλό τόσο, όσο το ανέχονται οι κλίμακες των άλλων μεγεθών – υπάρχοντα ή προβλεπόμενα κτήρια λεωφόροι κλπ. – γιατί αυτά διαμορφώνουν το κοινό μέτρο, μέσα στο οποίο είναι ήδη εντεταγμένος ο άνθρωπος της πόλης.
β) Σε θέσεις που να ταυτίζονται με τις επιθυμητές τάσεις της πόλης, γιατί η έντονη παρουσία σαν μορφή και δυναμική λειτουργία, είναι δυνατό να προκαλέσει έλξεις.
γ) Δεν πρέπει να διακόπτη τις φυγές του αστικού χώρου προς το φυσικό μας τοπίο, και,
δ) Χωρίς να μειώνει τα από την παράδοση καθιερωμένα κύρια σημεία αναφοράς του ιστού της πόλης, που δίνουν προέκταση στις μνήμες του παρελθόντος και εκφράζουν την δομή τους.
Σκέφτομαι τελικά καλλίτερα, ίσως θα ήταν μια πρόταση μόνο να γίνει: Να κάνουμε, ό,τι και ο γεωργός. Να φυτεύουμε κτήρια ανάλογα με τον τόπο και τις συνήθεις, αφού πρώτα μάθουμε και τον τόπο και τις συνήθειες. Ίσως μόνο έτσι δεν θα χρειασθεί πότε να πούμε τα λόγια του Αϊ Κοσμά «τηράτε πως κατάντησε, πως αγρίεψε το Γένος μας στην αμάθεια, κι αποσπάζεται ξένων την πίστη κι αφανιέται» αλλά μπορούμε να πούμε πως «ξαναπλάθει την ελευθερία της μια Πολιτεία…όταν φυλάττει σώα τα ήθη της» (Ανώνυμος ο Έλλην)

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ1. E. Faure. Το πνεύμα των μορφών. Περ. 3ο μάτι. Τ.2-3 Αθήναι 1935.2. Π. Μιχελής. Η αρχιτεκτονική ως τέχνη. Αθήναι 1951. ο χώρος και τα πολεοδομικά συγκροτήματα των Αρχ. Ελλήνων Τεχνικά Χρονικά τ. 151. Αθήναι 1938 Η γλώσσα των μορφών. Αις. Θεωρήματα. Τ.Β. Αθήναι 1965. γενική Αιασθητική και σύγχρονη Τέχνη. Αις. Θεωρήματα τ.Γ. Αθήναι 1972. Η Ελληνική λαική Αρχιτεκτονική. Αις. Θεωρήματα τ.Γ. Αθήναι 1972. Αισθητική θεώρηση της Βυζαντινής Τέχνης. Αθήναι 1972.3. Α. Ορλανδός. Μοναστηριακή αρχιτεκτονική – Αθήναι 1958.4. L. Corbusier. Le Modylor. Αθήναι 1971. Το Αττικό τοπίο. Περ.3ο μάτι τ.2-3. Αθήναι 1935.5. Π. Γιαννόπουλος. Η Ελληνική γραμμή. Αθήνα 1961.6. Ανωνύμου του Έλληνος. Ελληνική Νομαρχία. Αθήνα 1971.7. A. Mitscherlich. Το άξενο των πόλεων… Αθήνα 1965.8. Δ. Πικιώνη. Συναισθηματική τοπογραφία περ.3 μάτι τ.2-3 Αιθ. 1935. Η Ελληνική Αρχιτεκτονική. περ. Αιξώνη τ.Α. Αθ. 1950-51 Το Πνεύμα της παράδοσης. περ. Αιξώνη τ.Α. Αθ. 1950-519. Ν.Χ./ Γκίκας. Φύσις και τέχνη10. Ν. Μουτσόπουλος. Μακεδονική Αρχιτεκτονική. Θεσ/κη 197111. Χ. Μπούρας. Μαθήματα ιστορίας αρχιτεκτονικής Θεσ/κη 196812. R. Worskett. The Character of towns. London 1968.

 

 

Back to Top